πατσατζής

πατσατζής
ο
1. αυτός που καθαρίζει και πουλάει ωμούς πατσάδες
2. αυτός που μαγειρεύει πατσά και τόν πουλάει σε ειδικό μαγειρείο, στο πατσατζήδικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pacaci].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πατσατζής — ο (λ. τουρκ.) 1. αυτός που πουλάει ή καθαρίζει πατσάδες. 2. ο μάγειρας του πατσά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πατσάς — Λέξη περσική, υποκοριστικό του πα (= ποδαράκι). Φαγητό που παρασκευάζεται από το στομάχι και τα πόδια προβάτου, γίδας, βοδιού ή χοίρου. Από παρερμηνεία π. λέγεται και το βραστό κρέας. Ο όρος π. συνηθίζεται στο αρσενικό, σε πολλές όμως περιοχές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”